- ηθικοπροσκόπτης
- ἠθικοπροσκόπτης, ὁ (Μ)στον πληθ. οἱ ἠθικοπροσκόπται(όνομα που αποδίδεται στους οπαδούς μιας αίρεσης) αυτοί που προσκόπτουν, που προσκρούουν στην αρετή, που κάνουν κάτι το οποίο αντίκειται στην αρετή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθική + προσκόπτω «προσκρούω, σκοντάφτω»].
Dictionary of Greek. 2013.